Ρήξη χιαστού

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

Τι ορίζεται ως ρήξη χιαστού;

Ως ρήξη χιαστού ορίζεται η μερική ή ολική διακοπή της συνέχειας ενός εκ των δύο χιαστών συνδέσμων που εντοπίζονται στην άρθρωση του γόνατος, του πρόσθιου και του οπίσθιου, οι οποίοι χιάζονται μεταξύ τους και συμβάλλουν στη σταθερότητα της άρθρωσης. Η ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου αποτελεί έναν από τους συχνότερους αθλητικούς τραυματισμούς, σε αντίθεση με τη σπανιότερη ρήξη του οπίσθιου.

 

Λίγα λόγια για τους χιαστούς

Οι χιαστοί σύνδεσμοι του γόνατος, πρόσθιος και οπίσθιος, αποτελούν βασικά σταθεροποιητικά στοιχεία της άρθρωσης. Ο πρόσθιος περιορίζει την πρόσθια μετατόπιση της κνήμης έναντι του μηρού και συμβάλλει στον έλεγχο της υπερέκτασης. Η ρήξη του αποτελεί συχνό τραυματισμό, ιδίως σε αθλητές, ως αποτέλεσμα αιφνίδιων κινήσεων υψηλής έντασης.

Αντιθέτως, ο οπίσθιος, αν και λιγότερο ευάλωτος, είναι εξίσου σημαντικός, καθώς εμποδίζει την οπίσθια μετατόπιση της κνήμης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ρήξη του συνοδεύεται από βλάβες και σε άλλες συνδεσμικές δομές. Το γεγονός αυτό καθιστά τη  διάγνωση  και τη θεραπευτική προσέγγιση της ρήξης πιο σύνθετη και απαιτητική.

 

Ποια είναι τα αίτια πρόκλησης μιας ρήξης χιαστού;

Οι μηχανισμοί κάκωσης που ευθύνονται για τη ρήξη των χιαστών συνδέσμων διαφοροποιούνται. Η ρήξη  πρόσθιου χιαστού εντοπίζεται κυρίως σε αθλητικές δραστηριότητες υψηλών απαιτήσεων. Ειδικότερα, οφείλεται σε:

  • αιφνίδια αλλαγή κατεύθυνσης
  • απότομη επιβράδυνση
  • στροφή του σώματος με το γόνατο σε κάμψη
  • κακή προσγείωση σε λυγισμένο γόνατο.

Αντιθέτως, η ρήξη του οπίσθιου χιαστού συνδέσμου εκδηλώνεται συνήθως εξαιτίας άμεσης πρόσκρουσης στην πρόσθια επιφάνεια της κνήμης με το γόνατο σε κάμψη. Οι συνηθέστεροι μηχανισμοί πρόκλησης της ρήξης είναι τα τροχαία ατυχήματα ή οι πτώσεις από ύψος με το πόδι σε έκταση. Επίσης, συχνά η ρήξη οπίσθιου χιαστού συνοδεύεται από κακώσεις άλλων συνδεσμικών ή μηνισκικών δομών.

 

Με ποια συμπτώματα εμφανίζεται η ρήξη χιαστού;

Η ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου γίνεται συνήθως αντιληπτή κατά τη στιγμή του τραυματισμού. O ασθενής ακούει έναν υπόκωφο ήχο εντός της άρθρωσης τη στιγμή της ρήξης. Ακολούθως εμφανίζονται συμπτώματα όπως:

  • Έντονος, αιφνίδιος πόνος τη στιγμή του τραυματισμού.
  • Πόνος στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος.
  • Αίσθημα αστάθειας κατά τη βάδιση ή τη φόρτιση του σκέλους.
  • Περιορισμός στην κινητικότητα του γόνατος (δυσκαμψία).
  • Οίδημα.
  • Αίμαρθρο (συλλογή αίματος εντός της άρθρωσης)

Αντίστοιχα, η ρήξη του οπίσθιου χιαστού συνδέσμου εκδηλώνεται με:

  • Πόνο στην οπίσθια επιφάνεια του γόνατος.
  • Οίδημα (συχνά λιγότερο έντονο από την κάκωση του ΠΧΣ)
  • Δυσκολία στην πλήρη κάμψη και έκταση της άρθρωσης.
  • Αίσθημα αστάθειας.

Τα περισσότερα συμπτώματα τείνουν να υποχωρούν σταδιακά, με εξαίρεση την αστάθεια και δυσκαμψία.

Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;

Η διάγνωση ρήξης χιαστού συνδέσμου απαιτεί την εκτίμηση από εξειδικευμένο Ορθοπεδικό με εμπειρία στις αθλητικές κακώσεις. Ιδανικά, η αξιολόγηση πραγματοποιείται είτε άμεσα μετά τον τραυματισμό, προτού εμφανιστεί σημαντικό οίδημα, είτε μετά την υποχώρησή του, ώστε να είναι εφικτή η ακριβής κλινική εκτίμηση.

Η διαγνωστική προσέγγιση περιλαμβάνει αρχικά τη λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, ακολουθούμενη από κλινική εξέταση. Κατά την κλινική εξέταση ο ασθενής υποβάλλεται σε ειδικές δοκιμασίες για να αξιολογηθεί η κινητικότητα του γόνατος. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης και η σοβαρότητα της ρήξης επιτυγχάνονται μέσω απεικονιστικών εξετάσεων, κυρίως της μαγνητικής τομογραφίας.

Ποια είναι η κατάλληλη αντιμετώπιση για τη ρήξη χιαστού;

Η αντιμετώπιση της ρήξης χιαστού συνδέσμου καθορίζεται από ποικίλους παράγοντες. Ειδικότερα, οι παράγοντες που καθορίζουν τη θεραπεία είναι:

  • η έκταση της βλάβης.
  • η ηλικία, το επίπεδο λειτουργικών απαιτήσεων του ασθενούς.
  • η επιθυμία επιστροφής σε αθλητική δραστηριότητα.

 

Στις περιπτώσεις ρήξης πρόσθιου χιαστού  μπορεί αρχικά να εφαρμοστεί συντηρητική αγωγή. Η συντηρητική αγωγή περιλαμβάνει ανάπαυση, ανύψωση και περίδεση του σκέλους, μερική αποφόρτιση με βακτηρίες και στοχευμένη φυσικοθεραπευτική παρέμβαση.

Παρ’ όλα αυτά, η χειρουργική αποκατάσταση μέσω της αρθροσκόπησης γόνατος με χρήση αυτομοσχεύματος ή αλλομοσχεύματος αποτελεί τη θεραπεία εκλογής στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, ειδικά σε νέους και ενεργούς ασθενείς. Για ρήξεις οπίσθιου χιαστού πρώτου ή δεύτερου βαθμού προτιμάται η συντηρητική αντιμετώπιση με τη χρήση λειτουργικού κηδεμόνα και εξατομικευμένου προγράμματος αποκατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση σε  πλήρεις ή πολυσυνδεσμικές ρήξεις, ενδείκνυται αρθροσκοπική χειρουργική αποκατάσταση, με στόχο την ταχεία και σταθερή επαναφορά της λειτουργικότητας του γόνατος.

Εάν εμφανίζετε ενοχλήσεις στο γόνατο, θα πρέπει να επικοινωνήσετε άμεσα με έναν έμπειρο Ορθοπαιδικό. Ο Ορθοπεδικός Χειρουργός Μπεσίρης Γεώργιος είναι απόλυτα εξειδικευμένος στην αντιμετώπιση οποιουδήποτε ορθοπεδικού προβλήματος αφορά την άρθρωση του γόνατος. Επικοινωνήστε με τον ιατρό και την εξειδικευμένη ομάδα της Orthopedia για να λάβετε μια εξατομικευμένη διάγνωση.

Η διάγνωση της ρήξης του πρόσθιου χιαστού βασίζεται σε λεπτομερές ιστορικό, κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται μέσω μαγνητικής τομογραφίας. Η κλινική εξέταση καθορίζει εάν ο σύνδεσμος έχει υποστεί ρήξη, ενώ η μαγνητική τομογραφία εντοπίζει τη σοβαρότητα της βλάβης αλλά και τυχόν συνοδές κακώσεις όπως ρήξη μηνίσκου.

Η ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου συμβαίνει συχνά κατά τη διάρκεια έντονων αθλητικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα σε αιφνίδιες αλλαγές κατεύθυνσης, προσγείωση από ένα άλμα ή εξαιτίας απότομης επιβράδυνσης. Η ρήξη του οπίσθιου χιαστού προκαλείται εξαιτίας τροχαίων ατυχημάτων ή εξαιτίας πτώσεων με το πόδι λυγισμένο.

Τα βασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο πόνο, οίδημα, αίσθημα αστάθειας και δυσκολία στην κίνηση του γόνατος. Σε πολλές περιπτώσεις, η ρήξη του οπίσθιου χιαστού συνοδεύεται και από άλλες κακώσεις, όπως ρήξη μηνίσκου ή βλάβες στον αρθρικό χόνδρο.

Η μερική ρήξη αφορά τον τραυματισμό μόνο μέρους των ινών του χιαστού συνδέσμου, χωρίς πλήρη διακοπή της συνέχειάς του. Αν και λιγότερο σοβαρή από την πλήρη ρήξη, μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα και να απαιτεί εξειδικευμένη εκτίμηση, ώστε να διαπιστωθεί η λειτουργική επάρκεια του συνδέσμου που έχει υποστεί κάκωση.

Η απόφαση για τη θεραπευτική προσέγγιση λαμβάνεται από εξειδικευμένο Ορθοπεδικό, μετά από κλινική εξέταση και αξιολόγηση της μαγνητικής τομογραφίας. Η ηλικία, το επίπεδο δραστηριότητας και η σοβαρότητα της βλάβης καθορίζουν αν η αντιμετώπιση θα είναι συντηρητική ή χειρουργική. Η ρήξη χιαστού είναι από τους τραυματισμούς που απαιτούν εξατομικευμένη προσέγγιση.

Η αποφυγή συγκεκριμένων κινήσεων και στάσεων είναι καίριας σημασίας για την προστασία του γόνατος μετά από ρήξη χιαστού συνδέσμου. Ενδείκνυται να αποφεύγονται δραστηριότητες που προκαλούν καταπόνηση του γόνατος, αιφνίδιες αλλαγές κατεύθυνσης ή απότομες επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, καθώς αυξάνουν τον κίνδυνο περαιτέρω αστάθειας ή δευτερογενών κακώσεων, όπως ρήξεις μηνίσκου. Επίσης, η παρατεταμένη κάμψη του γόνατος σε βαθιά θέση (π.χ. κάθισμα οκλαδόν) ή η άσκηση μεγάλης πίεσης σε ανώριμους ιστούς κατά τη φάση αποκατάστασης μπορεί να επιβαρύνει σημαντικά την άρθρωση. Η καθοδήγηση από εξειδικευμένο ορθοπαιδικό και φυσικοθεραπευτή είναι απαραίτητη, ώστε να καθοριστεί ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων που διασφαλίζει την προοδευτική επαναφορά της λειτουργικότητας χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα του γόνατος.

Η επιστροφή στην εργασία μετά από ρήξη χιαστού εξαρτάται από τον τύπο της θεραπείας που έχει εφαρμοστεί, το είδος της εργασίας και τον ρυθμό αποκατάστασης κάθε ασθενούς. Σε περιπτώσεις συντηρητικής αγωγής, οι ασθενείς που εκτελούν καθιστική εργασία μπορούν συνήθως να επιστρέψουν μέσα σε 2–4 εβδομάδες, εφόσον ο πόνος και το οίδημα έχουν υποχωρήσει και υπάρχει επαρκής σταθερότητα. Για πιο απαιτητικές εργασίες που περιλαμβάνουν έντονη σωματική δραστηριότητα, άρση βαρών ή εργασία σε ανώμαλο έδαφος, το διάστημα αυτό μπορεί να φτάσει τους 3–4 μήνες.

Μετά από χειρουργική αποκατάσταση, η επιστροφή σε καθιστική εργασία είναι εφικτή 3–6 εβδομάδες μετά την επέμβαση. Από την άλλη, σε εργασίες με αυξημένες σωματικές απαιτήσεις απαιτείται μεγαλύτερη περίοδος αποκατάστασης, συνήθως 4–6 μήνες, ώστε να αποκατασταθεί η μυϊκή ισχύς, ο έλεγχος της άρθρωσης και να μειωθεί ο κίνδυνος ενός νέου τραυματισμού. Η τελική σύσταση γίνεται πάντα από τον θεράποντα ορθοπαιδικό, ανάλογα με την πορεία της αποθεραπείας και τις ιδιαιτερότητες του επαγγελματικού περιβάλλοντος.

Η επιστροφή στην οδήγηση μετά από ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέεται άμεσα με την αποκατάσταση της λειτουργικότητας του γόνατος, είτε αυτή ακολουθεί συντηρητική είτε χειρουργική προσέγγιση. Στη συντηρητική αγωγή, η οδήγηση μπορεί να επιτραπεί μετά από περίπου 4–6 εβδομάδες, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν βελτιωθεί η σταθερότητα, η μυϊκή ισχύς και ο νευρομυϊκός έλεγχος του γόνατος, ώστε να είναι δυνατή η άμεση αντίδραση σε καταστάσεις ανάγκης, όπως το απότομο φρενάρισμα.

Μετά από μια χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της ρήξης χιαστού, ο απαιτούμενος χρόνος είναι συνήθως μεγαλύτερος, περίπου 6–8 εβδομάδες. Μετά από αυτό το διάστημα έχει ολοκληρωθεί η αρχική φάση επούλωσης και  έχει αποκατασταθεί το εύρος κίνησης. Σε πιο απαιτητικές περιπτώσεις ή όταν το τραυματισμένο άκρο είναι το δεξί, το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί.

Η δυνατότητα ασφαλούς ανάβασης και κατάβασης σκαλοπατιών μετά από ρήξη χιαστού εξαρτάται από το στάδιο αποκατάστασης, τη σταθερότητα της άρθρωσης και το επίπεδο μυϊκής ενδυνάμωσης. Κατά τα πρώτα στάδια αποκατάστασης, προτείνεται η χρήση βοηθητικών μέσων και η τήρηση συγκεκριμένου τρόπου ανάβασης και κατάβασης των σκαλοπατιών (π.χ. το υγιές σκέλος προηγείται στο ανέβασμα και το τραυματισμένο στο κατέβασμα), με στόχο τη μείωση της καταπόνησης του χειρουργημένου σκέλους.

Με την πρόοδο της φυσικοθεραπείας και την ενίσχυση του τετρακέφαλου και των οπίσθιων μηριαίων, οι περισσότεροι ασθενείς καταφέρνουν να ανεβοκατεβαίνουν σκάλες με μεγαλύτερη ασφάλεια περίπου μετά από 4–6 εβδομάδες, εάν έχει εφαρμοστεί συντηρητική θεραπεία. Αντιθέτως, εάν έχετε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της ρήξης το διάστημα αυτό είναι συνήθως 6–8 εβδομάδες. Η πλήρης και ανεξάρτητη κινητικότητα στις σκάλες επιτυγχάνεται, όταν έχει αποκατασταθεί ικανοποιητικά η μυϊκή δύναμη και η ιδιοδεκτικότητα του γόνατος.

Η προπόνηση με βάρη ή αντιστάσεις μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος της αποκατάστασης μετά από μια ρήξη χιαστού, ωστόσο η εφαρμογή της πρέπει να γίνεται υπό αυστηρή καθοδήγηση και στο κατάλληλο στάδιο αποκατάστασης. Η σταδιακή αύξηση της αντίστασης πρέπει να βασίζεται στην πρόοδο της μυϊκής ενδυνάμωσης, στη σταθερότητα της άρθρωσης και στην απουσία πόνου ή οιδήματος.

Μετά από τη χειρουργική αποκατάσταση της ρήξης χιαστού, η ενσωμάτωση ασκήσεων με βάρη ή υψηλότερες αντιστάσεις συστήνεται συνήθως μετά τον 3ο  μήνα, ενώ ασκήσεις που περιλαμβάνουν εκρηκτικές κινήσεις, άλματα ή στροφικές φορτίσεις εισάγονται προοδευτικά σε μεταγενέστερα στάδια (6ος μήνας και μετά). Σε κάθε περίπτωση, η εξατομίκευση του προγράμματος και η παρακολούθηση από  έναν εξειδικευμένο ορθοπαιδικό είναι καθοριστικές για την ασφάλεια και την αποφυγή επιπλοκών.

Μετά από ρήξη χιαστού, η επιστροφή στο τρέξιμο είναι εφικτή, αλλά απαιτεί χρόνο, συστηματική αποκατάσταση και προσεκτική ιατρική παρακολούθηση. Συνήθως, εφόσον έχει αποκατασταθεί η μυϊκή δύναμη, η ισορροπία και η σταθερότητα του γόνατος, το ελαφρύ τρέξιμο μπορεί να ξεκινήσει μετά από μερικούς μήνες, ενώ η πλήρης επιστροφή σε αθλήματα υψηλών απαιτήσεων προγραμματίζεται σε πιο προχωρημένο στάδιο, με βάση την πρόοδο της αποθεραπείας και την εκτίμηση του ορθοπαιδικού.

Μπεσίρης Γεώργιος
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.