Σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου

Τι είναι το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου;

Το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου, ή αλλιώς σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής, αποτελεί φλεγμονή της άρθρωσης του ώμου λόγω ερεθισμού των τενόντων που βρίσκονται στο στροφικό πέταλο. Οι τένοντες προσκρούονται στο ακρώμιο, προκαλώντας πόνο και δυσκαμψία. Αποτελεί μια από τις πιο συχνές αιτίες πρόκλησης πόνου στην άρθρωση του ώμου. Το σύνδρομο αυτό περιλαμβάνει ένα φάσμα υπακρωμικών παθολογιών, όπως τενοντοπάθεια ή μερικές ρήξεις του στροφικού πετάλου και υπακρωμιακή θυλακίτιδα.

Το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου επηρεάζει ασθενείς με έντονη σωματική δραστηριότητα, ιδιαίτερα όσους ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα. Συνήθως ταλαιπωρεί ασθενής νεότερης ηλικίας, με το μέσο όρο να βρίσκεται κάτω των 25 ετών.

Λίγα λόγια για τον υπακρωμιακό χώρο

Ο υπακρωμιακός χώρος αποτελεί το μέρος του σώματος όπου παρατηρούνται τα συμπτώματα του συνδρόμου πρόσκρουσης ώμου. Βρίσκεται πάνω από τη βραχιόνια κεφαλή και κάτω από το κοραοακρωμιακό τόξο. Αποτελείται από τους τένοντες του στροφικού πετάλου, τον κορακοακρωμιακό σύνδεσμο αλλά και τη μακρά κεφαλή του τένοντα του δικεφάλου.

Το κορακοακρωμιακό τόξο περιλαμβάνει το ακρώμιο, την κορακοειδή απόφυση και τον κορακοακρωμιακό σύνδεσμο, ο οποίος βρίσκεται στην μπροστινή πλευρά της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.

Πώς προκαλείται το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου;

Τα αίτια πρόκλησης του συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: εκείνα που αφορούν ενδογενείς μηχανισμούς κι εκείνα που αφορούν εξωγενείς παράγοντες. Αναλυτικότερα, στους ενδογενείς μηχανισμούς κατατάσσονται τα κάτωθι:

  • Υπέρχρηση της άρθρωσης του ώμου: Όπως και κατά την τενοντίτιδα, οι επαναλαμβανόμενοι μικροτραυματισμοί των μαλακών ιστών του στροφικού πετάλου μπορούν να οδηγήσουν σε φλεγμονή.
  • Μυϊκή αδυναμία: Αδυναμία των μυών του στροφικού πετάλου ενδέχεται να προκαλέσει μετατόπιση του βραχίονα προς το σώμα.
  • Εκφυλιστική τενοντοπάθεια: Ομοίως με τη μυϊκή αδυναμία, οι εκφυλιστικές παθήσεις του ακρωμίου μπορούν να οδηγήσουν σε ρήξη του στροφικού πετάλου. Ως αποτέλεσμα, η κεφαλή του βραχιονίου μετατοπίζεται κεντρικά.

Στους εξωγενείς μηχανισμούς κατατάσσονται οι εξής παραγοντες:

  • Ανατομία: Ανατομικές παραλλαγές του ακρωμίου στην κλίση, αλλά και το σχήμα του, μπορούν να καταστήσουν τον ασθενή πιο επιρρεπή σε παθήσεις των τενόντων.
  • Ελάττωση της λειτουργίας των μυών: Οι μύες της ωμοπλάτης επιτρέπουν τη φυσιολογική κίνηση του βραχιονίου πάνω από το ακρώμιο, όταν το χέρι βρίσκεται σε ανάταση. Οποιαδήποτε μείωση της λειτουργίας τους ενδέχεται να προκαλέσει μείωση του μεγέθους του υπακρωμιακού χώρου.
  • Ανωμαλίες στη γληνοβραχιόνια άρθρωση: Οποιαδήποτε διάβρωση της άρθρωσης του ώμου μπορεί να οδηγήσει σε υπεξάρθρημα της κεφαλής του βραχιονίου. Έτσι, η τάση στον ακρώμιο και στον υπακρωμιακό χώρο αυξάνεται.

Τι συμπτώματα παρουσιάζει;

Κύριο σύμπτωμα του συνδρόμου πρόσκρουσης ώμου αποτελεί ο πόνος στο μπροστινό και άνω τμήμα της άρθρωσης. Ο πόνος ενδέχεται να γίνει εντονότερος κατά τη χρήση του ώμου, ιδιαίτερα κατά την απαγωγή, αλλά ελαττώνεται κατά την ανάπαυση. Συνοδά συμπτώματα μπορεί να αποτελέσουν η δυσκαμψία και η αδυναμία.

Ο πόνος που προκαλείται εξαιτίας του συνδρόμου πρόσκρουσης δημιουργεί το δημοφιλές επώδυνο τόξο απαγωγής, δηλαδή το διάστημα μεταξύ 60ο και 120ο. Σε αυτό, ο ασθενής δεν μπορεί να σηκώσει το χέρι του, εξαιτίας έντονου πόνου.

Πώς διαγιγνώσκεται;

Η κλινική εξέταση αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα στην διάγνωση του συνδρόμου. Μάλιστα, υπάρχουν διάφορα διαγνωστικά τεστ, τα οποία πραγματοποιούνται προκειμένου να διαγνωσθεί σωστά η πάθηση. Ενδεικτικά αναφέρονται τα παρακάτω:

  • Hawkins test: Ο ιατρός πραγματοποιεί κάμψη του ώμου και του αγκώνα κατά 90 μοίρες. Σταθεροποιεί τον βραχίονα, φέρνοντάς τον παθητικά σε ολοκληρωμένη έσω στροφή. Εάν ο ασθενής αισθανθεί πόνο στο πρόσθιο τμήμα του ώμου, το τεστ είναι θετικό.
  • Neer test: Ο εξεταστής τοποθετεί τον βραχίονα του ασθενούς στο πλάι του σώματος. Φέρνει σε ολοκληρωμένη έσω στροφή τον βραχίονα, και στη συνέχεια τον κάμπτει παθητικά. Το τεστ θεωρείται θετικό εάν ο ασθενής αισθανθεί πόνο στο μπροστινό τμήμα του ώμου.

Αναλόγως το περιστατικό, ο ιατρός ενδέχεται να ζητήσει περαιτέρω διαγνωστικές εξετάσεις. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται το υπερηχογράφημα, η ακτινογραφία και η μαγνητική τομογραφία.

Σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου: Αντιμετώπιση και θεραπεία

Σε αρχικό στάδιο, η αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πάθησης πραγματοποιείται συντηρητικά, μέσω ανάπαυσης και χορήγησης αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Ο ιατρός ενδέχεται να συστήσει την έγχυση ενέσιμης κορτιζόνης, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με θεραπεία αυτόλογων επουλωτικών παραγόντων. Η παγοθεραπεία και η φυσικοθεραπεία μπορούν να βελτιώσουν το αίσθημα του πόνου.

Εάν η συντηρητική μέθοδος δεν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, μοναδικός τρόπος οριστικής θεραπείας αποτελεί η χειρουργική επέμβαση. Η αρθροσκόπηση ώμου προσφέρει άρτιο λειτουργικό αποτέλεσμα, καθώς κι απόλυτη ασφάλεια. Τα ποσοστά επιτυχίας της επέμβασης αγγίζουν το 95%.

Ο εξειδικευμένος Χειρουργός – Ορθοπεδικός Δρ. Γεώργιος Μπεσίρης διαθέτει πολυετή εμπειρία στην παροχή ορθοπεδικών θεραπειών και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Αποτελεί διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, καθώς και ιδρυτής του Orthopedia. Εάν εμφανίσετε συμπτώματα συνδρόμου πρόσκρουσης ώμου, ή για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη σας, μπορείτε πάντοτε να επικοινωνήσετε μαζί του.








Το συγκεκριμένο φλεγμονώδες σύνδρομο διακρίνεται σε τέσσερα στάδια: την υποακρωμιαία πρόσκρουση, την εσωτερική πρόσκρουση, την κορακοειδή πρόσκρουση και την παγίδευση του υπερακάνθιου νεύρου.





Οι καθημερινές δραστηριότητες που απαιτούν υπερβολική χρήση της άρθρωσης του ώμου αποτελούν τον κύριο παράγοντα πρόκλησης του συνδέσμου. Άλλα αίτια συνιστούν η μυϊκή αδυναμία, η εκφυλιστική τενοντοπάθεια, η ανατομικές ανωμαλίες, η ελάττωση της μυϊκής λειτουργίας και οι ανωμαλίες της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης.





Η αρχική θεραπεία του συνδρόμου είναι συντηρητική, και περιλαμβάνει παγοθεραπεία, φυσικοθεραπεία, ανάπαυση και χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Εάν αυτή δεν αποβεί αποτελεσματική, η χειρουργική αρθροσκοπική επιδιόρθωση της διάβρωσης κρίνεται απαραίτητη.





Η ανάρρωση από το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου ολοκληρώνεται μετά από διάστημα 3 με 6 μηνών. Εάν η πάθηση είναι αμελημένη, η ανάρρωση ενδέχεται να διαρκέσει έως και έναν χρόνο. Τις περισσότερες φορές, οι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες μετά από 4 εβδομάδες, πάντοτε ακολουθώντας τις συμβουλές του ιατρού.